χιαστός

χιαστός
-ή, -ό / χιαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. χιεστός Α [χιάζω (Ι)]
διατεταγμένος σε σχήμα Χ, σταυροειδώς
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το χιαστό
γραμμ. το χιαστό σχήμα
2. φρ. α) «χιαστό σχήμα»
γραμμ. σχήμα λόγου που εμφανίζεται κατά τη σύνδεση δύο απλών ή σύνθετων προτάσεων με όμοια συντακτική και σημασιολογική δομή και προκαλείται από το γεγονός ότι η σειρά τών όρων τής δεύτερης πρότασης είναι αντίστροφη από τη σειρά τών όρων τής πρώτης πρότασης, όπως λ.χ. «οι δάσκαλοι αγαπούν τους μαθητές και οι μαθητές τους δασκάλους», αλλ. χιασμός
β) «χιαστοί σύνδεσμοι»
ανατ. δύο ενδοαρθρικοί σύνδεσμοι τού γόνατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χιαστός — arranged diagonally masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιαστός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχήμα Χ. 2. φρ., «χιαστό σχήμα», σχήμα λόγου κατά το οποίο από τέσσερις προτάσεις μιας περιόδου ή τέσσερις λέξεις μιας πρότασης η πρώτη αντιστοιχεί στην τέταρτη και η δεύτερη στην τρίτη: Η αγαθότη του Θεού κάνει τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιαστά — χιαστός arranged diagonally neut nom/voc/acc pl χιαστά̱ , χιαστός arranged diagonally fem nom/voc/acc dual χιαστά̱ , χιαστός arranged diagonally fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιαστόν — χιαστός arranged diagonally masc acc sg χιαστός arranged diagonally neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιαστοί — χιαστός arranged diagonally masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιαστούς — χιαστός arranged diagonally masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιαστή — χιαστός arranged diagonally fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιαστήν — χιαστός arranged diagonally fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιαστῶς — χιαστός arranged diagonally adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιαστῷ — χιαστός arranged diagonally masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”